- χρονιόομαι
- χρον-ιόομαι, [voice] Pass.,A become chronic,
οἷσι ἂν χρονιωθῇ Hp. Art.50
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἷσι ἂν χρονιωθῇ Hp. Art.50
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρονιωθῇ — χρονιόομαι become chronic aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)